- σωφρονίτιδα
- η, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ορχιδίδες τής τάξης ορχιδώδη και που περιλαμβάνει 6 περίπου είδη μικρών ποωδών φυτών ιθαγενών τής τροπικής Νότιας Αμερικής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.